Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

Μια Ιστορία της Γερμανικής Κατοχής της Ελλάδος (Β' μέρος)

[Δημοσιεύουμε σήμερα το δεύτερο μέρος της οικογενειακής ιστορίας που μοιράζεται μαζί μας ο συμμαθητής Πάνος Γεωργαντάς, απόφοιτος του 1948. Η ιστορία είναι αληθής και είναι μια από τις εκατοντάδες παρόμοιες περιπέτειες που ξετυλίχθηκαν στα χρόνια κατοχής της Ελλάδος (1940-1944) και που απέδειξαν το σθένος και τον ηρωϊσμό μαζί με την αγάπη προς την πατρίδα των Ελλήνων της εποχής του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Όπως παρακαλεί ο συμμαθητής μας «ο αναγνώστης ελπίζω να φανεί επιεικής απέναντί μου εάν σε ορισμένα σημεία χρησιμοποίησα λίγη λογοτεχνική υπερβολή στην έκφραση του κειμένου με σκοπό να κρατήσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε υψηλό επίπεδο». Λόγω μεγέθους, η ιστορία δημοσιεύεται σε συνέχειες. Η επιλογή του συνοδευτικού φωτογραφικού υλικού έγινε από τους διαχειριστές του ιστολογίου και από φωτογραφικά αρχεία της εποχής]

...Η αντιστασιακή δράσις της περιόδου που εξελίσσεται η κατοχική μας ιστορία, είναι πλούσια, περιπετειώδης και γεμάτη από αυταπάρνηση και ηρωϊσμό των ανθρώπων που συμμετείχαν με κίνδυνο της ζωής τους στον αγώνα κατά του κατακτητού. Εκτός του ΜΙΔΑΣ 614, μυστικής οργανώσεως σαμποτάζ, που κατ’ εντολήν του συμμαχικού στρατηγείου Μέσης Ανατολής είχε ιδρύσει ο Συνταγματάρχης Τσιγάντες, ειδικά απεσταλμένος από εκεί γι’ αυτό τον σκοπό, δρούσε στην Αθήνα και το Επιτελικό Γραφείο του αείμνηστου αρχηγού του ανταρτικού σώματος Π/42 τού Συνταγματάρχου Δημητρίου Ψαρρού. Μέλη του γραφείου αυτού ήταν ο τότε Συνταγματάρχης του μηχανικού Δημήτριος Γεωργαντάς, ο Στέφανος Δούκας, Ταγματάρχης πυρ)κού, ο Λοχαγός πεζικού Αθανασιάδης, ο ηρωϊκός νέος Κωνσταντίνος Μπούρας κλπ.

Το σούρουπο της 29ης Απριλίου είχε καθορισθεί ως ημερομηνία συναντήσεως τού Επιτελείου της ΕΚΚΑ στο καφενείο της οδού Καρόλου, δίπλα στο γνωστό καλοκαιρινό Θέατρο Σαμαρτζή. Ο Γεωργαντάς, με τα περισσότερα μέλη τού Επιτελείου, είχαν ήδη συγκεντρωθεί και περίμεναν τον Μπούρα ο οποίος είχε αργήσει.

Εδώ, πρέπει να κάνουμε μια αναδρομή, και να θυμίσουμε στον αναγνώστη, τον Έλληνα προδότη Κωνσταντίνο Βασσάτη ο οποίος επρόκειτο εκ των υστέρων να παίξει σοβαρό ρόλο εις τα γεγονότα που επακολούθησαν. Ο προδότης Βασσάτης ήταν έμμισθος πράκτωρ της Γκεστάπο (GFP), και δρούσε ως ενεργών μέλος της γαλλογερμανικής οργανώσεως Ο.Ε.Δ.Ε. Σ’αυτόν είχε αναθέσει η Γκεστάπο την αποστολή να εξιχνιάσει τις ποιό σοβαρές υποθέσεις αντιστασιακών ενεργειών και σαμποτάζ εναντίον τους. Ο Βασσάτης, βοηθούμενος από δύο άλλους Έλληνες προδότες, τους Θωμά Αποστολίδη (το ξανθό γκαρσόνι του επί της οδού Σταδίου καφενείου Λουμίδη) και Ηλία Καρατζά, ναυτικού εκ Καλαμάτας, κατάφερε να μπει στα ίχνη της αντιστασιακής δράσεως του νεαρού Μπούρα και να τον θέσει υπό παρακολούθηση. Όταν συγκέντρωσε αρκετά ενοχοποιητικά στοιχεία πήρε εντολή από την Γκεστάπο να κανονίσει τις λεπτομέρειες για την άμεση σύλληψίν του.

Κατά διαβολική σύμπτωση, την ημέρα που πήγαινε ο Μπούρας στην συνάντηση στο καφενείο της οδού Καρόλου (το βράδυ της 29ης Απριλίου), έγινε αντιληπτός από τον Βασσάτη, ο οποίος αφού τον παρακολούθησε και τον είδε να μπαίνει στο καφενείο, όπου συνάντησε πολλά άγνωστα γι’αυτόν πρόσωπα, απεφάσισε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για την σύλληψίν του. Κατόπιν τηλεφωνήματος του στην Γκεστάπο, κατέφθασε ισχυρό τμήμα Γερμανικής αστυνομίας που προχώρησε στην σύλληψη τού Μπούρα και των Δημητρίου Γεωργαντά, Γ. Φαμελίτη, Ν. Καίσαρη, Σ. Πανούση, Γ. Σάββα, και Η. Αθανασιάδη. Αφού φόρεσαν χειροπέδες σε όλους τους συλληφθέντας τους φόρτωσαν σε ένα κλειστό σκοτεινό φορτηγάκι, σε δύο αντικριστούς παράλληλους πάγκους στον εσωτερικό χώρο του οχήματος.
Μέσα στο σκοτάδι, κατά την διάρκεια της διαδρομής προς το φημισμένο κτήριο ανακρίσεων της οδού Μέρλιν, ένας ιδρώτας ανησυχίας είχε περιλούσει τον Γεωργαντά, με την σκέψη ότι κατά την διάρκεια της έρευνας θα ανακάλυπταν στην εσωτερική τσέπη τού σακακιού του τον ποιό πρόσφατο κατάλογο των μελών της Ε.Κ.Κ.Α που ήταν ενεργοποιημένοι και δρούσαν στην περιοχή Αθηνών-Πειραιώς. Θα ήταν φοβερή ζημιά για την οργάνωση εάν τα ονόματα αυτά έπεφταν στα χέρια των Γερμανών.

Καθώς τα μάτια του άρχισαν να προσαρμόζονται στο σκοτάδι, άρχισε να ψηλαφίζει το μετάλλινο κάθισμα και την γύρω περιοχή που καθότανε. Κάποια στιγμή, ως Θείο δώρο, ανεκάλυψε ότι μεταξύ τού πάγκου και του μετάλλινου τοίχου του αυτοκινήτου υπήρχε μια μικρή σχισμή που ίσως θα μπορούσε να χώσει τα ενοχοποιητικά έγγραφα. "Θεέ μου", σκέφθηκε, "θα το καταφέρω να τα γλιστρήσω μέσα σ’αυτό το άνοιγμα;"

Με επιτήδειες κινήσεις, που θα θύμιζαν επαγγελματία ταχυδακτυλουργό, και με μεγάλη δυσκολία λόγω του ότι τον εμπόδιζαν οι χειροπέδες, κατάφερε να βγάλει τα χαρτιά από την τσέπη του και να τα σπρώξει στο σωτήριο κρυψώνα. Ευτυχώς, γιατί μόλις πρόλαβε να τελειώσει, άκουσε τα φρένα του αυτοκινήτου να μουγκρίζουν και κατάλαβε ότι είχαν φθάσει στον προορισμό τους. Αμέσως μετά άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες και δύο Γερμανοί στρατιώτες με τα αυτόματα όπλα υπό μάλης, τους διέταξαν με άγριες φωνές να βγουν γρήγορα από το φορτηγό και να προχωρήσουν προς την είσοδο του κτηρίου.

Ευρισκόντουσαν βέβαια μπροστά στο γνωστό κτήριο της οδού Μέρλιν, που μόνο ή θέα του, συνδυαζόμενη με την φήμη του, ως κέντρο φοβερών βασανιστηρίων Ελλήνων πατριωτών, μπορούσε να κόψει την ανάσα και του οποιουδήποτε φιλόδοξου νεοέλληνα απόγονου του Αθανασίου Διάκου.

Φρουρούμενοι λοιπόν από τέσσερεις στρατιώτες με αυτόματα οδηγήθηκαν στο εσωτερικό τού κτηρίου όπου τούς αράδιασαν στην εσωτερική ημικυκλική σκάλα στην κορυφή της οποίας στήθηκαν οι δύο φρουροί, με τα αυτόματα στραμμένα κατεπάνω τους, ενώ οι άλλοι δύο τοποθετήθηκαν στην αρχή της σκάλας, απειλώντας τους από κάτω. Εκεί τους κράτησαν περίπου μισή ώρα, όρθιους για σπάσιμο τού ηθικού τους πριν από την ανάκριση, ενώ ανά πάσα στιγμή εφοβούντο ότι θα τους εκτελούσαν ομαδικώς διά ριπής πολυβολισμών.

(...συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου