Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Μια Ιστορία της Γερμανικής Κατοχής της Ελλάδος (Δ' μέρος)

[Δημοσιεύουμε σήμερα το τέταρτο μέρος της οικογενειακής ιστορίας που μοιράζεται μαζί μας ο συμμαθητής Πάνος Γεωργαντάς, απόφοιτος του 1948. Η ιστορία είναι αληθής και είναι μια από τις εκατοντάδες παρόμοιες περιπέτειες που ξετυλίχθηκαν στα χρόνια κατοχής της Ελλάδος (1940-1944) και που απέδειξαν το σθένος και τον ηρωϊσμό μαζί με την αγάπη προς την πατρίδα των Ελλήνων της εποχής του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Όπως παρακαλεί ο συμμαθητής μας «ο αναγνώστης ελπίζω να φανεί επιεικής απέναντί μου εάν σε ορισμένα σημεία χρησιμοποίησα λίγη λογοτεχνική υπερβολή στην έκφραση του κειμένου με σκοπό να κρατήσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε υψηλό επίπεδο». Λόγω μεγέθους, η ιστορία δημοσιεύεται σε συνέχειες. Η επιλογή του συνοδευτικού φωτογραφικού υλικού έγινε από τους διαχειριστές του ιστολογίου και από φωτογραφικά αρχεία της εποχής]

...Όταν ο Βασσάτης ηγούμενος του αποσπάσματος της Γερμανικής αστυνομίας όρμησε μέσα στο καφενείο της οδού Καρόλου, η πρώτη κίνησις που έκανε, ήταν να υποδείξει τον Μπούρα στον επικεφαλής αξιωματικό του αποσπάσματος. Βεβαίως μαζί με αυτόν οι Γερμανοί απεφάσισαν να συλλάβουν και τους υπόλοιπους της παρέας, μια και επιμόνως ψάχνανε να βρουν ποιός ήταν ο αρχηγός της αντιστασιακής οργανώσεως.

Κατά την διάρκεια της μεταφοράς τους με την κλούβα στο αρχηγείο της Γκεστάπο της οδού Μέρλιν, το μυαλό τού Γεωργαντά δουλεύοντας αλματωδώς, προσπαθούσε να συνθέσει διάφορα σενάρια για το πως έπρεπε να συμπεριφερθούνε και τι να πουν κατά την διάρκεια της ανακρίσεως. Με την έντονη οξυδέρκεια που τον χαρακτήριζε, είχε παρατηρήσει ότι οι Γερμανοί και ο Έλληνας προδότης ήταν σχεδόν βέβαιο πώς ήταν θετικοί μόνον για τον Μπούρα ότι ήταν βαθεία ανακατεμένος στην αντιστασιακή δράση κατά του κατακτητού.

Στις λίγες στιγμές που τους είχαν μείνει πριν φθάσουν στο φοβερό αρχηγείο ανακρίσεων της Γκεστάπο, ο Γεωργαντάς συμβούλευσε τους συνεργάτες του, ότι επιμόνως και ομαδικά θα έπρεπε να ισχυρισθούν ότι απλά και ως συνήθως βρέθηκαν στο καφενείο της οδού Καρόλου να πάρουν ένα καφέ και να τα πουν. Ο Μπούρας, ξέροντας πολύ καλά ότι αυτός ήταν η κύρια αιτία που συνελήφθη σχεδόν όλο το Επιτελείο της Ε.Κ.Κ.Α, με θάρρος και παλληκαριά μελλοντικού ήρωα, εδήλωσε ότι αυτός θα τους υποστήριζε στο σχέδιο αυτό και θα δήλωνε ότι σταμάτησε μια στιγμή στην παρέα τους να πει μια καλησπέρα σε ένα μακρινό γνωστό του. Έτσι με την απλή αυτή ιστορία συμφωνημένη ανάμεσά τους φθάσανε στην οδό Μέρλιν.

Μετά από την ατέλειωτη αναμονή των κρατουμένων στην κυκλική σκάλα τού αρχηγείου της Γκεστάπο, δύο-δύο τους οδήγησαν σε διαφορετικά δωμάτια όπου επρόκειτο να γίνει ή εξονυχιστική ανάκριση. Παρ’όλα που έχουν λεχθεί για την μέτρια εξυπνάδα των Ναζιστών, και την μέχρι βλακείας πειθαρχική συμπεριφορά τους στις γραφειοκρατικές μεθόδους του συστήματος τους, κάτι το τελείως αντίθετο απεδείχθη να είναι ή εμπειρίες των υπό αυστηρή ανάκριση επιτελών της Ε.Κ.Κ.Α. εκείνο το μοιραίο βράδυ. Με επίδειξη πείρας, καταπληκτικής δεξιοτεχνίας και μεθόδους ανακρίσεως που θα μπορούσαν να παγιδεύσουν και τον ποιό πεπειραμένο άνθρωπο σε τέτοια θέματα, προσπάθησαν να παγιδεύσουν έναν-ένα τους συλληφθέντας, με τέτοιο τρόπο, ώστε να καταφέρουν διασταυρώνοντας αργότερα τις καταθέσεις τους, να γκρεμίσουν την πειστικότητα της προσυμφωνημένης ιστορίας της συναντήσεώς τους στο καφενείο της οδού Καρόλου. Βεβαίως η φοβερή πίεσις, με πολλά μέσα που συμπεριλάμβαναν και βασανιστήρια, εξησκήθη εναντίον του νεαρού Κώστα Μπούρα για τον οποίον είχαν πολλά ενοχοποιητικά στοιχεία κατόπιν ερεύνης που έκαναν στην προσωπική του κατοικία.

Όλοι απεδείχθησαν παλληκάρια. Κανένας τους δεν λύγισε, ενώ ο ηρωικός Μπούρας με αφάνταστο θάρρος και πατριωτική λεβεντιά τους εδήλωσε σπαθάτα ότι η δράσις του ήταν επιδεδειγμένη από την αγάπη του προς την ελευθερία και την καίουσα επιθυμία του να βοηθήσει προσωπικώς τον σκοπό της απελευθερώσεως της αγαπημένης του πατρίδας από τα νύχια του κατακτητή. Όταν πια τις μικρές πρωϊνές ώρες τελείωσε η αρχική ανάκρισις των κρατουμένων και τους μάζεψαν στον προθάλαμο του κτηρίου για την μεταφορά τους στις φυλακές Αβέρωφ, αντίκρισαν ο ένας τον άλλο με την προφανή αγωνία στα πρόσωπά τους διερωτώμενοι ποιός από όλους δεν άνθεξε και μαρτύρησε την αλήθεια. Όλων όμως τα χαρακτηριστικά έδειχναν ατσαλωμένα, με προφανή την υπερηφάνεια του ανθρώπου που δεν είχε προδώσει τούς συναδέλφους του στην κρίσιμη αυτή στιγμή. Η θέα του Μπούρα με την μύτη του ματωμένη και το δεξί του μάτι μαυρισμένο προφανώς από βάναυσο χαστούκι, τους γέμισε με ανησυχία για την κατάσταση του νεαρού συνεργάτη τους , αλλά κυρίως για το τι του φύλαγε η μοίρα τις μαύρες μέρες που θα ακολουθούσαν στις φυλακές του Αβέρωφ.

Στα χαρακτηριστικά του ήταν διεσπαρμένη μια γαλήνη και σιγουριά, ενός ανθρώπου που βάστηξε θαμμένο το φοβερό μυστικό της τιμητικής αυτής παρέας των συμπατριωτών του, κάτω από την καταθλιπτική πίεση των ανακριτών του. Στο άκρον τού χείλους του κρεμόταν ένα χαμόγελο ικανοποιήσεως και υπερηφάνειας, αλλά συγχρόνως και περιφρόνησης απέναντι στους ανθρώπους που τον είχαν βασανίσει για να μαρτυρήσει.

Με χαμηλή φωνή τους ψιθύρισε: “Να είσαστε ήσυχοι ! Δεν σας μαρτύρησα.“

Το κοντινό ταξίδι προς τις φυλακές ήταν γεμάτο μιας καταθλιπτικής σιωπής ανάμεσά τους μέσα στο σκοτάδι του κλειστού στρατιωτικού φορτηγού. Κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει, κλεισμένος στις δικές του σκοτεινές σκέψεις για το τι τους είχε γραμμένο η μοίρα τους στο πρόσφατο μέλλον.

(...συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου