Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Μια Ιστορία της Γερμανικής Κατοχής της Ελλάδος (Ε' μέρος - επίλογος)

[Δημοσιεύουμε σήμερα το πέμπτο και τελευταίο μέρος, μαζί με τον επίλογο, της οικογενειακής ιστορίας που μοιράζεται μαζί μας ο συμμαθητής Πάνος Γεωργαντάς, απόφοιτος του 1948. Η ιστορία είναι αληθής και είναι μια από τις εκατοντάδες παρόμοιες περιπέτειες που ξετυλίχθηκαν στα χρόνια κατοχής της Ελλάδος (1940-1944) και που απέδειξαν το σθένος και τον ηρωϊσμό μαζί με την αγάπη προς την πατρίδα των Ελλήνων της εποχής του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Όπως παρακαλεί ο συμμαθητής μας «ο αναγνώστης ελπίζω να φανεί επιεικής απέναντί μου εάν σε ορισμένα σημεία χρησιμοποίησα λίγη λογοτεχνική υπερβολή στην έκφραση του κειμένου με σκοπό να κρατήσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε υψηλό επίπεδο». Λόγω μεγέθους, η ιστορία δημοσιεύεται σε συνέχειες. Η επιλογή του συνοδευτικού φωτογραφικού υλικού έγινε από τους διαχειριστές του ιστολογίου και από φωτογραφικά αρχεία της εποχής]

...Κάποια στιγμή, θα ήταν περίπου πέντε το πρωί της 30ης Απριλίου, έφθασαν στις φυλακές όπου τους περίμενε ένα απόσπασμα για να τους οδηγήσει στα κελιά τους. Τα μπουντρούμια που ονομαζόντουσαν κελιά, ήταν υγρά, βρώμικα, γεμάτα κατσαρίδες, και που και που εμφανιζόταν και κανένα καλοθρεμμένο ποντίκι που έψαχνε για υπολείμματα φαγητών. Ότι το ποιό κατάλληλο δηλαδή για να σπάσει το ηθικό των κρατουμένων με την πάροδο τού χρόνου, και να ετοιμασθούν ψυχικά για ενοχοποιητική ομολογία ενώπιον τού Γερμανικού Στρατοδικείου που θα απεφάσιζε για την ζωή τους.

Επί 45 ημέρες, οι Γερμανοί υπέβαλαν τον Κώστα στα χειρότερα βασανιστήρια που μπορεί να σχεδιάσει η αρρωστημένη φαντασία των Χιτλερικών οπαδών της "Νέας Τάξεως" όπως συμβολικά ονομαζότανε η εγκληματική αυτή κίνηση που σαν φοβερή λαίλαψ σάρωσε τους πολιτισμούς της Ευρώπης στον βούρκο της απάνθρωπης και ζωώδους συμπεριφοράς. Είναι αντιληπτό ότι μόνο εάν υποστεί κανείς τα βασανιστήρια που επέβαλαν οι Γερμανοί στον νεαρό ήρωα Κώστα Μπούρα θα μπορούσε να καταλάβει το σθένος της ψυχής του και τον ηρωϊσμό που επέδειξε τις δύσκολες αυτές στιγμές. Όταν πλέον επείσθησαν οι βασανιστές των φυλακών Αβέρωφ, ότι το γενναίο αυτό παλληκάρι δεν επρόκειτο να λυγίσει, τον παρέπεμψαν στο Έκτακτο Στρατοδικείον τους και με μια βιαστική δίκη που θα ντρόπιαζε οποιαδήποτε δικαστική αρχή πολιτισμένης κοινωνίας τον καταδίκασαν δύο φορές εις θάνατο και τον εξετέλεσαν εις το Σκοπευτήριο της Καισαριανής την 19/6/1943.

Στις 5.30 το πρωί της 19ης Ιουνίου οι προοριζόμενοι για εκτέλεση Έλληνες πατριώτες των φυλακών Αβέρωφ ξεκίνησαν για το τελευταίο τους ταξίδι να αντικρύσουν τα όπλα του εκτελεστικού αποσπάσματος. Καθώς οδηγούσαν τον Μπούρα στον διάδρομο που περνούσε μπροστά από τα κελιά των κρατουμένων, τα μάτια του έπεσαν στα κάγκελα του κελιού όπου κρατούσαν τον Δημήτρη τον Γεωργαντά, αρχηγού τού Επιτελικού Γραφείου της Ε.Κ.Κ.Α. Στημένος εκεί ο Γεωργαντάς με βουρκωμένα και κόκκινα τα μάτια του από την αγρυπνία και τον ψυχικό σπαραγμό για τον άδικο χαμό του ηρωικού αυτού παλληκαριού, τον κοίταξε με επιμονή στα μάτια προσπαθώντας να του δώσει κουράγιο.

Ο Κώστας, καταμαυρισμένος στο πρόσωπο από το πολύ ξύλο, δεμένος με χειροπέδες και ματωμένος σε διάφορα σημεία του σώματος του, πέρασε μπροστά του, τον κοίταξε με υπερήφανο βλέμμα και του ψιθύρισε χαμογελώντας θλιβερά: "Μην φοβάστε, δεν σας πρόδωσα!"

Φημολογείται ότι μερικές μέρες μετά την εκτέλεση του ηρωικού νεαρού Μπούρα, κάποιος μανάβης με ένα γαϊδουράκι, περνώντας έξω από τις φυλακές βρήκε ένα άδειο κουτί τσιγάρων με την εξής φράση γραμμένη στο πίσω μέρος τού κουτιού: "Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω η ελευθερία! Πεθαίνω για ιερό σκοπό και δεν θέλω να κλάψετε για μένα." Ακολουθούσε η υπογραφή "Κώστας Μπούρας" και παρακαλούσε όποιος το βρει να το παραδώσει στην οικογένειά του, συμπεριλαμβάνοντας και την διεύθυνσή της.

Στα Αρχεία της εκκλησίας, και ειδικά στο προσωπικό αρχείο τού Μακαριοτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού, ο αναγνώστης θα βρει αν ψάξει, την αναφορά του αιδεσιμότατου Κωνσταντίνου Γρηγοροπούλου, εφημερίου τού ιερού ναού Οσίου Μελετίου, ο οποίος ως ειδικός απεσταλμένος του Δαμασκηνού πήγε στις φυλακές το βράδυ της 18ης Ιουνίου τού 1943 να μεταλάβει τους μελλοθάνατους.

Γράφει λοιπόν στην αναφορά του προς τον Δαμασκηνό ο ιερεύς: "Ο Κώστας σαν πραγματικό παλληκάρι που ήταν, δεμένος με σίδερα στα χέρια, με σταθερό και ακλόνητο βήμα, όπως προχωρούσε προς την κατεύθυνση τού αυτοκινήτου με χαμόγελο, υπερηφάνεια και ανδρισμό, αποχαιρέτα τους πάντας και τας αρκετάς εκατοντάδας των φυλακισμένων, οι οποίοι εκ του θορύβου είχαν ξυπνήσει και παρηκολούθουν μέσα από τα κάγκελα των κελιών το δράμα των μελλοθανάτων, τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο και άλλα θούρια, με ένα άλμα ανέβηκε στο αυτοκίνητο."

Και παρακάτω, γράφει στην αναφορά του: "Kατά την διαδρομήν, ο Μπούρας δεν έπαυσε ουδ’επί στιγμήν να τονώνει το ηθικόν των λοιπών μελλοθανάτων και να τραγουδά διάφορα πατριωτικά τραγούδια και θούρια, παρασύροντας και αυτούς εις το τραγούδι, με αποτέλεσμα να εξαγριώσει τον επί κεφαλής Γερμανό αξιωματικό και να διατάξει να τον κτυπήσουν διά να σταματήσει."

Μετά από 5-6 εβδομάδες και κατόπιν ελλείψεως ενοχοποιητικών στοιχείων για παραπομπή τού Γεωργαντά και των υπολοίπων συνεργατών του στο Γερμανικό Στρατοδικείο, τους απέλυσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους, αδύνατους και σκελετωμενούς από την ασιτία, μελαγχολικούς για τα φοβερά συμβάντα και την εκτέλεση του αγαπημένου τους συνεργάτη Κώστα Μπούρα, του ηρωικού αυτού παιδιού.

Επίλογος: Προσπάθησα επανειλημμένως θυμάμαι, την εποχή εκείνη να πείσω τον πατέρα μου να μου μιλήσει για τα συμβάντα των 7-8 εβδομάδων που είχε λείψει από κοντά μας, αλλά δεν τα κατάφερα. Μου απαντούσε πάντα με το στερεότυπο "άλλοτε παιδί μου". Θα περνούσαν πολλά χρόνια από τότε και ήμουν πια έφηβος όταν απεφάσισε, μια χειμωνιάτικη Κυριακή που έβρεχε και ήμασταν κλεισμένοι μέσα στο σπίτι, να αισθανθεί σχετικά άνετα να μου εξιστορήσει αυτή την περιπέτεια της δράσεώς του στην κατοχή...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου