Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Μια Ιστορία της Γερμανικής Κατοχής της Ελλάδος (A' μέρος)

[Επίκαιρη λόγω της Εθνικής μας Εορτής της 28ης Οκτωβρίου, η οικογενειακή ιστορία που μοιράζεται μαζί μας ο συμμαθητής Πάνος Γεωργαντάς, απόφοιτος του 1948. Η ιστορία είναι αληθής και είναι μια από τις εκατοντάδες παρόμοιες περιπέτειες που ξετυλίχθηκαν στα χρόνια κατοχής της Ελλάδος (1940-1944) και που απέδειξαν το σθένος και τον ηρωϊσμό μαζί με την αγάπη προς την πατρίδα των Ελλήνων της εποχής του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Όπως παρακαλεί ο συμμαθητής μας «ο αναγνώστης ελπίζω να φανεί επιεικής απέναντί μου εάν σε ορισμένα σημεία χρησιμοποίησα λίγη λογοτεχνική υπερβολή στην έκφραση του κειμένου με σκοπό να κρατήσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε υψηλό επίπεδο». Λόγω μεγέθους η ιστορία θα δημοσιευθεί σε συνέχειες. Η επιλογή του συνοδευτικού φωτογραφικού υλικού έγινε από τους διαχειριστές του ιστολογίου και από φωτογραφικά αρχεία της εποχής]

Η ώρα είναι περίπου 10: 15μμ , 29 Απριλίου, ένα βράδυ στην Αθήνα τού 1943. Ήταν μια περίοδος κρίσης για την χώρα, όπου ή Γερμανική Διοίκησις λόγω επεισοδίων σαμποτάζ σε όλο το λεκανοπέδιο Αττικής είχε διατάξει την απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις 10 μμ.. Η διαταγή ήταν σαφής και ωμή: οι νυχτερινές ομάδες των περιπολικών τμημάτων είχαν εντολή να πυροβολούν εναντίον παντός πολίτου που θα ενετοπίζετο κυκλοφορών μετά τις δέκα το βράδυ.

Η "κυρά Μαρίτσα" Γεωργαντά, η σύζυγος τού αείμνηστου Στρατηγού Δημητρίου Γεωργαντά, τριγυρνάει σαν φυλακισμένο λιοντάρι μέσα στο σπίτι τους της Μαυροκορδάτου 3. Την τρώνε τα φίδια της ανησυχίας γιατί ο άνδρας της δεν έχει γυρίσει ακόμη στο σπίτι. Ξέρει πολύ καλά βέβαια ότι ο "Μήτσος" της είναι σοβαρά ανακατεμένος σε αντιστασιακές επιχειρήσεις εναντίον των στρατευμάτων κατοχής σε θέση διοικητικού στελέχους της Ε.Κ.Κ.Α, της πολιτικής δηλαδή οργανώσεως που δρούσε στην Αθήνα, και που ήταν βασικά απόλυτα συνδεδεμένη με το Σύνταγμα Π/42 τού Συνταγματάρχη Ψαρρού (γνωστού αντιστασιακού ήρωα της κατοχής).

Η ώρα κυλάει σαν γέρος σαλίγκαρος που βαριέται να περπατήσει. Φυσικά η αγωνία της Μαρίτσας, της ανιψιάς της Ιωάννας Μπόζνου (νυν Συμεωνίδου) και των παιδιών της Ελένης και Πάνου πολλαπλασιάζεται όσο δεν εμφανίζεται ο σύζυγος, θείος και πατέρας της οικογενείας. Η ώρα είναι 11 μμ όταν πια το εξωτερικό κουδούνι του πέμπτου πατώματος της πολυκατοικίας, αρχίζει να κτυπάει απαιτητικά και άγρια. Γρήγορα αποφασίζουν όλοι τους ότι αυτός δεν μπορεί να είναι ο αργοπορημένος πατέρας, γιατί εκείνος έχει κλειδί να ανοίξει.
Η Μαρίτσα και η ανιψιά της Γιαννούλα τρέχουν αμέσως στο μπαλκόνι του σαλονιού να δουν διακριτικά ποιός είναι. Βλέπουν τις σκιές τριών ατόμων εκ των οποίων οι δύο φοράνε στολές αξιωματικών τού κατοχικού στρατού.

Μέσα στο μυαλό της Μαρίτσας αστραπιαία κυλάνε οι σκέψεις τι να πρωτοκάνει για να κρύψει τα ενοχοποιητικά στοιχεία που θα επιβάρυναν τον άνδρα της. Μια ντουζίνα από ψεύτικες ταυτότητες με ψευδώνυμα, όλες με τις φωτογραφίες του Μήτσου και ανύπαρκτες διευθύνσεις και επαγγέλματα (όλα αυτά βέβαια ακλόνητα ενοχοποιητικά στοιχεία της αντιστασιακής του δράσης), κρύφτηκαν κάτω από το μάρμαρο του μπαλκονιού.

Τρέχει κάτω η φοβισμένη μικρή Ιωάννα κατ’ εντολή της θείας της να ανοίξει την είσοδο της πόρτας ενώ το κουδούνι συνεχίζει τον απειλητικό του θόρυβο. Αντικρίζει στο ημίφως του ισογείου μέσα από τα κρύσταλλα της εξώπορτας τρείς άνδρες, δύο με στολές αξιωματικών και έναν με πολιτικά ρούχα. Γρονθοκοπούν την πόρτα με προφανή απαίτηση να τούς ανοίξει γρήγορα.

Φοβισμένη, κατεβαίνει τα έξη-επτά σκαλοπάτια που οδηγούν μπροστά στην είσοδο. Καθ’όλο αυτό το διάστημα η Μαρίτσα με αστραπιαίες κινήσεις, τρέχοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο βιαστικά και νευρικά κρύβει με μαεστρία τα υπόλοιπα ενοχοποιητικά αντικείμενα. Ένα ρεβόλβερ COLT, (οι Γερμανοί είχαν προκηρύξει ποινή θανάτου για οποιονδήποτε πολίτη που δεν είχε παραδώσει όπλα στις αρχές της κατοχής), κρύφτηκε στο πατάρι ανάμεσα σε δύο σακούλες τραχανά και χυλοπίτες. Μια Ιταλική καραμπίνα, λάφυρο τού Αλβανικού μετώπου, είχε προ πολλού καταχωνιασθεί σε μια μικρή αποθήκη ψηλά πάνω από το μπάνιο. Το επίσημο σπαθί της Σχολής των Ευελπίδων, σύμβολο τιμής αποφοίτου αξιωματικού της σχολής, έλαμπε στο ημίφως σε μια γωνιά τού παταριού. Αυτό δεν πρόλαβε να το κρύψει η Μαρίτσα.

Τα δύο μικρά της παιδιά, φοβισμένα με την σκηνή της έξαλλης μάνας, τρέχανε από πίσω της και την βοηθούσαν όσο μπορούσαν. Η αγωνία όλων ήταν τέτοια, μην ξέροντας την τύχη τού πατέρα τους, που δεν μπορούσαν ούτε καν να δακρύσουν.

Η Γιαννούλα βλέποντας τους τρεις αγνώστους να είναι έτοιμοι να σπάσουν την εξώπορτα και φοβισμένη ότι θα πέσει η οργή τους επάνω της για την καθυστέρηση, αποφασίζει να τους ανοίξει και αστραπιαία με σβέλτες κινήσεις να γυρίσει προς τις σκάλες και τρέχοντας σαν κυνηγημένο ζαρκάδι να ανέβει τα πέντε πατώματα πίσω στο σπίτι. Τρελή και επικίνδυνη βέβαια η απόφαση αυτή που πήρε με κίνδυνο της ζωής της. Ο φόβος μην την πυροβολήσουν στην φυγή της αυτή της δίνει φτερά και σκαρφαλώνει τα σκαλοπάτια δύο-δύο προς τα πάνω.

Ξαφνιασμένοι οι δύο αξιωματικοί των S.S. και ο Έλληνας κουίζλινκ που τους συνόδευε, αρχίζουν να τρέχουν και αυτοί κυνηγώντας το μικρό κορίτσι που είχε εξαφανισθεί στην σκοτεινή σκάλα.

Με ξεψυχισμένη ανάσα φθάνει ή Γιαννούλα στην είσοδο του διαμερίσματος που την περίμενε με αγωνία η θεία της Μαρίτσα.

- Γερμανοί ! ψιθυρίζει με δέος. Κυλάνε μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας και φόβου για το τι γενέσθαι.

Αυτοκρατορικοί και εγωϊστικά κορδωμένοι φθάνουν τελικά λαχανιασμένοι οι δύο αξιωματικοί με τις παρασημοφορημένες φορεσιές τους, τις γυαλισμένες μπότες τους, φορώντας τα πηλίκιά τους και κρατώντας το χαρακτηριστικό μικρό μαστίγιο, ένα δείγμα και αυτό άμεσης πειθαρχίας. Στις ζώνες τους, κρέμονταν επιδεικτικά τα luger πιστόλια τους. Πίσω τους σέρνουν τον δόλιο Έλληνα (ως απεδείχθη εκ των υστέρων, ο προδότης αυτός ήταν κάποιος Κωνσταντίνος Βασσάτης, ο οποίος το 1947 κατεδικάσθη υπό του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων εις την ποινή του θανάτου. Η ποινή αυτή όμως δεν εξετελέσθη λόγω των ειρηνευτικών μέτρων της τότε Ελληνικής Κυβερνήσεως. Στην συνέχεια θα αναφερθούμε ξανά σ’αυτόν και τον ρόλο που έπαιξε στην σύλληψη τού Δημητρίου Γεωργαντά και άλλων αντιστασιακών της Ε.Κ.Κ.Α.) τον Ιούδα της κάθε κοινωνίας, ο οποίος για "τριάντα τάλαντα", χρυσές λίρες στην περίοδο της κατοχής, είναι διατεθειμένος να κάνει το έγκλημα της προδοσίας. Μια ύπουλη φυσιογνωμία ενός ανθρώπου, του οποίου ο χαρακτήρας έχει προ πολλού βουλιάξει στον βούρκο που βρίσκονται τα κατακάθια της κοινωνίας.

Ο αρχηγός της μικρής ομάδος για την έρευνα του διαμερίσματος, ένας Ταγματάρχης των S.S. ο οποίος εκ των υστέρων αποδεικνύεται να είναι Αυστριακής καταγωγής, σπρώχνει πίσω τον Έλληνα προδότη, που βιάζεται να μπει πρώτος στο διαμέρισμα για την επικείμενη έρευνα και αναμφιβόλως με σκέψεις του τι πολύτιμα πράγματα μπορεί να αρπάξει μέσα από το σπίτι.

Ο Ταγματάρχης τον αγριοκοιτάζει και τον διατάζει "Ράους", ενώ τον κεραυνοβολεί με το υπεροπτικό του ύφος.

Με προφανή την ένδειξη αγωνίας, η Μαρίτσα τους ρωτάει διαρκώς στα Γαλλικά τι συμβαίνει και που είναι ο άνδρας της.

Κανείς δεν της απαντά προφανώς πριν κάνουν την έρευνα στο διαμέρισμα. Η αγωνία όλων κορυφώνεται. Αρχίζουν το λεπτομερές ψάξιμο αναποδογυρίζοντας τα πάντα. Η Μαρίτσα πλέον με λυγμούς εκλιπαρεί τον Ταγματάρχη να της αποκαλύψει τι κάνανε τον άνδρα της. Τα παιδιά τώρα κλαίνε μην ξέροντας την τύχη του πατέρα τους. Κάποια στιγμή ο κουϊζλιγκ, ανακαλύπτει τα σκοτεινά και στενά σκαλοπάτια που οδηγούν στο πατάρι πάνω από την κουζίνα.

Ανατριχιάζει από την αγωνία η Μαρίτσα γιατί ξέρει ότι εκεί είναι κρυμμένο το ρεβόλβερ. Θα το βρουν άραγε; Και τι συνέπεια θα είχε η αποκάλυψη αυτή στην τύχη τού άνδρα της, εάν βεβαίως ευρίσκετο ακόμη εν ζωή. Μήπως τον είχαν ήδη εκτελέσει;

(...συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου